ωραΐσμός

ωραΐσμός
[ораизмос] ουσ. а. украшение.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ωραΐσμός" в других словарях:

  • ὡραισμός — adornment masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωραϊσμός — ο / ὡραϊσμός, ΝΜΑ [ὡραΐζω, ομαι] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ωραΐζω, εξωραϊσμός μσν. αρχ. ομορφιά, ωραιότητα αρχ. μτφ. α) εκθήλυνση β) (για λεκτικό ύφος) κομψότητα …   Dictionary of Greek

  • ὡραισμοῖς — ὡραισμός adornment masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὡραισμοῦ — ὡραισμός adornment masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὡραισμούς — ὡραισμός adornment masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὡραισμῶν — ὡραισμός adornment masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὡραισμῷ — ὡραισμός adornment masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὡραισμόν — ὡραισμός adornment masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωράϊσις — ίσεως, ἡ, ΜΑ [ὡραΐζω] ωραϊσμός, καλλωπισμός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»